επιπλοπώλης

επιπλοπώλης
ο
ο πωλητής επίπλων, αυτός που διατηρεί επιπλοπωλείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έπιπλο(-ν) + -πώλης < πωλώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιπλοπώλης — ο ο πωλητής επίπλων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -πώλης — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής ελληνικής γλώσσας που ανάγεται στο ρ. πωλῶ και σημαίνει αυτόν που πουλά ό,τι δηλώνει το α συνθετικό.Παραδείγματα λέξεων με β συνθετικό πώλης: αλλαντοπώλης, ανθοπώλης, ανθρακοπώλης, αρτοπώλης,… …   Dictionary of Greek

  • επιπλοπωλείο — το κατάστημα πωλήσεως επίπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιπλοπώλης. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • σκευοπώλης — ὁ, Α πωλητής σκευών, επιπλοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκεῦος + πώλης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”